Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sartorial
01
ενδυματολογικός, σχετικός με την ανδρική ενδυμασία
referring to clothing, particularly men's clothing, or the manner in which it is tailored or worn
Παραδείγματα
His sartorial choices reflected his impeccable taste and attention to detail, always opting for tailored suits and polished shoes.
Οι ενδυματολογικές του επιλογές αντανακλούσαν την άψογη γεύση του και την προσοχή στη λεπτομέρεια, επιλέγοντας πάντα ραμμένα κοστούμια και γυαλισμένα παπούτσια.
The fashion designer 's sartorial creations were celebrated for their innovative designs and luxurious fabrics.
Οι ραπτικές δημιουργίες του σχεδιαστή μόδας γιορτάστηκαν για τις καινοτόμες σχεδιάσεις και τα πολυτελή υφάσματα.
Λεξικό Δέντρο
sartorial
sartor



























