sartorial
sar
sɑr
σαρ
to
ˈtɔ
το
rial
riəl
ριαλ
British pronunciation
/sɑːtˈɔːɹɪəl/

Ορισμός και σημασία του "sartorial"στα αγγλικά

01

ενδυματολογικός, σχετικός με την ανδρική ενδυμασία

referring to clothing, particularly men's clothing, or the manner in which it is tailored or worn
example
Παραδείγματα
His sartorial choices reflected his impeccable taste and attention to detail, always opting for tailored suits and polished shoes.
Οι ενδυματολογικές του επιλογές αντανακλούσαν την άψογη γεύση του και την προσοχή στη λεπτομέρεια, επιλέγοντας πάντα ραμμένα κοστούμια και γυαλισμένα παπούτσια.
The fashion designer 's sartorial creations were celebrated for their innovative designs and luxurious fabrics.
Οι ραπτικές δημιουργίες του σχεδιαστή μόδας γιορτάστηκαν για τις καινοτόμες σχεδιάσεις και τα πολυτελή υφάσματα.

Λεξικό Δέντρο

sartorial
sartor
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store