Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sanely
01
λογικά, με σύνεση
in a manner that shows sound judgment, mental clarity, or rational behavior
Παραδείγματα
She handled the stressful situation sanely, keeping everyone calm.
Χειρίστηκε την αγχωτική κατάσταση λογικά, διατηρώντας όλους ήρεμους.
He argued his case sanely, without resorting to insults or exaggeration.
Υποστήριξε την υπόθεσή του λογικά, χωρίς να καταφύγει σε προσβολές ή υπερβολές.
02
λογικά, διαυγώς
in a sane or lucid manner
Λεξικό Δέντρο
insanely
sanely
sane



























