Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
salutary
01
ωφέλιμος, ευεργετικός
having a positive effect on physical well-being
Παραδείγματα
Fresh air and exercise can have a salutary effect.
Ο φρέσκος αέρας και η άσκηση μπορούν να έχουν ωφέλιμη επίδραση.
The hike in the mountains was salutary for her lungs.
Η πεζοπορία στα βουνά ήταν ωφέλιμη για τους πνεύμονές της.



























