Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
salubrious
01
υγιεινός, ωφέλιμος για την υγεία
indicating or promoting healthiness and well-being
Παραδείγματα
The mountain air was considered salubrious, offering crisp freshness that invigorated the lungs.
Ο αέρας του βουνού θεωρούνταν υγιεινός, προσφέροντας μια δροσερή φρεσκάδα που ενίσχυε τους πνεύμονες.
The spa boasted a salubrious environment, with serene surroundings and natural hot springs believed to have healing properties.
Το σπα καυχιόταν για ένα υγιεινό περιβάλλον, με γαλήνια περίχωρα και φυσικές θερμές πηγές που πιστεύεται ότι έχουν θεραπευτικές ιδιότητες.
Λεξικό Δέντρο
insalubrious
salubriousness
salubrious



























