Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sacrosanct
01
ιερός, απαράβατος
extremely important, to the point that it is not allowed to be condemned or changed
Παραδείγματα
The family ritual was sacrosanct to her, holding deep personal and cultural significance.
Το οικογενειακό τελετουργικό ήταν ιερό γι' αυτήν, με βαθιά προσωπική και πολιτιστική σημασία.
The sacred text was regarded as sacrosanct, and its teachings were never to be questioned.
Το ιερό κείμενο θεωρούνταν απαράβατο, και οι διδασκαλίες του δεν έπρεπε ποτέ να αμφισβητηθούν.



























