LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sacrilege
/sˈækɹɪlˌɪdʒ/
/ˈsækɹəɫədʒ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "sacrilege"
Sacrilege
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
ιεροσυλία
the act of disrespectfully treating a sacred item or place
blasphemy
desecration
profanation
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App