Rumbling
volume
British pronunciation/ɹˈʌmblɪŋ/
American pronunciation/ˈɹəmbəɫɪŋ/, /ˈɹəmbɫɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "rumbling"

01

having a low, deep, and continuous sound especially heard from a long distance

01

a loud low dull continuous noise

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store