Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ruminant
ruminant
01
μηρυκαστικός, που μηρυκάζει
describing an animal that has a stomach with four compartments and chews cud as part of its digestion process
Παραδείγματα
Studying the anatomy of ruminant creatures helps us understand their dietary needs and habits better.
Η μελέτη της ανατομίας των μηρυκαστικών πλασμάτων μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τις διατροφικές τους ανάγκες και συνήθειες.
The cow, a ruminant animal, spends much of its day chewing cud.
Η αγελάδα, ένα μηρυκαστικό ζώο, περνάει μεγάλο μέρος της ημέρας της μασώντας.



























