Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Roots
01
ρίζες, προέλευση
the state of being connected to or originating from a specific place, culture, or background
Παραδείγματα
He returned to his hometown to reconnect with his roots.
Επέστρεψε στην πατρίδα του για να επανασυνδεθεί με τις ρίζες του.
Her artwork reflects the deep roots of her cultural heritage.
Το έργο τέχνης της αντικατοπτρίζει τις βαθιές ρίζες της πολιτιστικής της κληρονομιάς.



























