Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Roadway
01
οδόστρωμα, δρόμος
a paved surface used for travel by vehicles
Παραδείγματα
The roadway was smooth and well-maintained.
Ο δρόμος ήταν ομαλός και καλά συντηρημένος.
She walked along the roadway to reach the bus stop.
Περπάτησε κατά μήκος της οδού για να φτάσει στη στάση του λεωφορείου.
Λεξικό Δέντρο
roadway
road
way



























