Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Riding
01
ιππασία, καβαλίκεμα
travel by being carried on horseback
02
ιππασία, καβαλίκεμα
the state or act of a person who rides a horse
Λεξικό Δέντρο
riding
ride
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ιππασία, καβαλίκεμα
ιππασία, καβαλίκεμα
Λεξικό Δέντρο