Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ridiculous
01
γελοίος, παραλογισμός
extremely silly and deserving to be laughed at
Παραδείγματα
The idea of teaching fish to ride bicycles is simply ridiculous.
Η ιδέα να διδάξεις τα ψάρια να οδηγούν ποδήλατο είναι απλά γελοία.
His outfit was so ridiculous that it turned heads wherever he went.
Το ντύσιμό του ήταν τόσο γελοίο που τραβούσε τα βλέμματα όπου κι αν πήγαινε.
Λεξικό Δέντρο
ridiculously
ridiculousness
ridiculous
ridicule



























