Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
reversibly
01
αντιστρεπτά, με αντιστρεπτό τρόπο
in a way that can be changed or returned to its previous state
Παραδείγματα
Chemical reactions in this process are designed to be reversibly controlled for experimental purposes.
Οι χημικές αντιδράσεις σε αυτή τη διαδικασία έχουν σχεδιαστεί για να ελέγχονται αντιστρεπτά για πειραματικούς σκοπούς.
The changes to the settings can be reversibly applied or discarded based on user preferences.
Οι αλλαγές στις ρυθμίσεις μπορούν να εφαρμοστούν ή να απορριφθούν αντιστρεπτά ανάλογα με τις προτιμήσεις του χρήστη.
Λεξικό Δέντρο
irreversibly
reversibly
reversible
revers



























