Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to retouch
01
ρετουσάρω, διορθώνω
alter so as to produce a more desirable appearance
02
αναδιαμορφώνω, διορθώνω
give retouches to (hair)
Λεξικό Δέντρο
retouch
touch
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ρετουσάρω, διορθώνω
αναδιαμορφώνω, διορθώνω
Λεξικό Δέντρο