Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Retiree
01
συνταξιούχος, αποσυρμένος
a person who has retired from employment or a professional career
Παραδείγματα
The neighborhood is a mix of young professionals and retirees.
Η γειτονιά είναι ένα μείγμα νέων επαγγελματιών και συνταξιούχων.
Many retirees enjoy traveling and pursuing hobbies after leaving the workforce.
Πολλοί συνταξιούχοι απολαμβάνουν τα ταξίδια και τα χόμπι τους αφού εγκαταλείψουν την εργασία.



























