Retaking
volume
British pronunciation/ɹɪtˈe‍ɪkɪŋ/
American pronunciation/ɹiˈteɪkɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "retaking"

01

the act of taking something back

word family

take

take

Verb

taking

Noun

retaking

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store