LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Retaking
/ɹɪtˈeɪkɪŋ/
/ɹiˈteɪkɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "retaking"
Retaking
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of taking something back
word family
take
take
Verb
taking
Noun
retaking
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
retake
retaining wall
retainer
retained object
retained
retaliate
retaliation
retaliative
retaliator
retaliatory
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App