Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
respectful
01
σεβαστικός, ευγενικός
treating others with politeness, consideration, and dignity
Παραδείγματα
The respectful student always listened attentively to their teacher and treated their classmates with kindness and empathy.
Ο σεβαστός μαθητής άκουγε πάντα με προσοχή τον δάσκαλό του και συμπεριφερόταν στους συμμαθητές του με καλοσύνη και ενσυναίσθηση.
The respectful employee always addresses their colleagues and superiors with politeness and professionalism.
Ο σεβαστός εργαζόμενος απευθύνεται πάντα στους συναδέλφους και τους ανωτέρους του με ευγένεια και επαγγελματισμό.
02
σεβαστικός, ευλαβής
expressing deep veneration or admiration, often toward something sacred or highly esteemed
Παραδείγματα
The monks maintained a respectful reverence toward the ancient scriptures.
Οι μοναχοί διατήρησαν μια σεβαστική ευλάβεια απέναντι στις αρχαίες γραφές.
She gazed at the masterpiece with a respectful sense of awe.
Κοίταξε το αριστούργημα με ένα σεβαστό αίσθημα δέους.
Λεξικό Δέντρο
disrespectful
respectfully
respectfulness
respectful
respect



























