Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Resourcefulness
01
ευστροφία, εφευρετικότητα
the ability to effectively and creatively solve problems and overcome challenges using available resources
Παραδείγματα
Her resourcefulness in finding solutions to unexpected challenges made her an invaluable team member.
Η ευστροφία της στην εύρεση λύσεων για απροσδόκητες προκλήσεις την έκανε έναν ανεκτίμητο μέλος της ομάδας.
The stranded hikers survived thanks to their resourcefulness and knowledge of the wilderness.
Οι εγκλωβισμένοι πεζοπόροι επέζησαν χάρη στην ευστροφία και τη γνώση τους για την άγρια φύση.
02
ευρηματικότητα, εφευρετικότητα
the ability to deal resourcefully with unusual problems
Λεξικό Δέντρο
resourcefulness
resourceful
resource
source



























