Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to rescind
01
ανακλώ, ακυρώνω
to officially cancel a law, decision, agreement, etc.
Παραδείγματα
The board is currently rescinding the previous decision due to new evidence.
Το συμβούλιο ανακαλεί τώρα την προηγούμενη απόφαση λόγω νέων αποδεικτικών στοιχείων.
The city council rescinded the zoning law last year in response to public protests.
Το δημοτικό συμβούλιο απέσυρε τον νόμο για τη χωροθέτηση πέρυσι ως απάντηση σε δημόσιες διαμαρτυρίες.
Λεξικό Δέντρο
rescindable
rescind



























