Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to reschedule
01
επαναπρογραμματίζω, αναβάλλω
to arrange a new time or date for something that was previously set
Transitive: to reschedule an event or activity
Παραδείγματα
She had to reschedule her appointment due to a conflict.
Έπρεπε να επαναπρογραμματίσει το ραντεβού της λόγω μιας σύγκρουσης.
The event organizers had to reschedule the concert because of bad weather.
Οι διοργανωτές της εκδήλωσης έπρεπε να επαναπρογραμματίσουν τη συναυλία λόγω κακής καιρικής κατάστασης.
Λεξικό Δέντρο
reschedule
schedule



























