Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
reproachful
01
επιτιμητικός, κατακριτικός
showing disapproval, blame, or disappointment, often as a way to correct or remind someone of their fault
Παραδείγματα
She gave him a reproachful look when he arrived late again.
Του έριξε μια επιπληκτική ματιά όταν έφτασε αργά ξανά.
His mother 's reproachful tone made him regret his careless words.
Ο επιτιμητικός τόνος της μητέρας του τον έκανε να μετανιώσει για τα απερίσκεπτα λόγια του.
Λεξικό Δέντρο
reproachfully
reproachful
reproach



























