Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to reproach
01
επιπλήττω, κατηγορώ
to blame someone for a mistake they made
Transitive: to reproach sb for a mistake
Παραδείγματα
Disappointed by his actions, she could n't help but reproach her brother for neglecting his responsibilities.
Απογοητευμένη από τις πράξεις του, δεν μπορούσε παρά να επικρίνει τον αδελφό της για την αμέλεια των υποχρεώσεων του.
The teacher gently reproached the students for not completing their assignments on time.
Ο δάσκαλος επέπληξε ήπια τους μαθητές για το ότι δεν ολοκλήρωσαν τις εργασίες τους εγκαίρως.
Reproach
01
μέμψη, ελαφριά επίπληξη
an expression of mild blame
Παραδείγματα
Her tone carried a hint of reproach.
Ο τόνος της έφερε έναν υπαινιγμό επιπλήξεως.
He spoke without reproach despite the mistake.
Μίλησε χωρίς μέμψη παρά το λάθος.
02
ντροπή, ατιμία
a state of shame or dishonor
Παραδείγματα
The scandal was a reproach to the government.
Το σκάνδαλο ήταν ένας επίπληξη στην κυβέρνηση.
His actions brought reproach on the family name.
Οι πράξεις του έφεραν ντροπή στο όνομα της οικογένειας.
Λεξικό Δέντρο
reproacher
reproach



























