Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Replenishment
01
επανόρθωση, αναπλήρωση
the process of refilling or restoring something to its original level or condition
Παραδείγματα
The replenishment of the pantry was necessary after the long winter months.
Η επανόρθωση της παντρίας ήταν απαραίτητη μετά τους μακρούς χειμερινούς μήνες.
Regular replenishment of office supplies is essential to keep the business running smoothly.
Η τακτική επανόρθωση των γραφειακών εφοδίων είναι απαραίτητη για τη συνεχή και ομαλή λειτουργία της επιχείρησης.
Λεξικό Δέντρο
replenishment
replenish



























