Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
replayable
01
επαναληπτός, άξιος επανάληψης
a quality in video games that makes them worth experiencing more than once
Λεξικό Δέντρο
replayability
replayable
playable
play
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επαναληπτός, άξιος επανάληψης
Λεξικό Δέντρο