LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Repairer
/ɹɪpˈeəɹɐ/
/ɹɪpˈɛɹɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "repairer"
Repairer
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a skilled worker who mends or repairs things
word family
repair
repair
Verb
repairer
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
repair shop
repair shed
repair
rep
reovirus
repairing
repairman
repand
reparable
reparation
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App