Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Repair shop
01
εργαστήριο επισκευών, συνεργείο
an establishment where damaged or malfunctioning items, such as vehicles, electronics, or appliances, are fixed and restored to working condition
Παραδείγματα
He took his car to the repair shop after the engine started making strange noises.
Πήρε το αυτοκίνητό του στο εργοστάσιο επισκευών αφού ο κινητήρας άρχισε να κάνει παράξενους θορύβους.
The repair shop specializes in fixing vintage watches.
Το εργοστάσιο επισκευών ειδικεύεται στην επισκευή βιντεζ ρολογιών.



























