Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to reopen
01
ξανανοίγω, επανεκκινώ
to open again after being closed or shut down
Intransitive
Transitive: to reopen sth
Παραδείγματα
The restaurant plans to reopen next week after renovations.
Το εστιατόριο σχεδιάζει να ξανανοίξει την επόμενη εβδομάδα μετά από ανακαινίσεις.
The school decided to reopen its doors for in-person classes.
Το σχολείο αποφάσισε να ξανανοίξει τις πόρτες του για τις δια ζώσης τάξεις.
Λεξικό Δέντρο
reopen
open



























