Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
regulatory
01
ρυθμιστικός, κανονιστικός
creating and enforcing rules or regulations to control or govern a particular activity or industry
Παραδείγματα
Compliance with regulatory requirements is essential for businesses operating in the financial sector.
Η συμμόρφωση με τις κανονιστικές απαιτήσεις είναι απαραίτητη για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα των οικονομικών.
The government implemented new regulatory measures to protect consumers from fraudulent practices.
Η κυβέρνηση εφάρμοσε νέα ρυθμιστικά μέτρα για την προστασία των καταναλωτών από απατηλές πρακτικές.
Λεξικό Δέντρο
deregulatory
regulatory
regulate
regul



























