Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
regulated
01
ρυθμισμένος, ελεγχόμενος
controlled or managed according to specific rules or laws
Παραδείγματα
The financial industry is heavily regulated to ensure fair practices and protect consumers.
Ο χρηματοοικονομικός κλάδος είναι αυστηρά ρυθμισμένος για να διασφαλίζει δίκαιες πρακτικές και να προστατεύει τους καταναλωτές.
The speed limit on highways is regulated to maintain road safety and prevent accidents.
Το όριο ταχύτητας στις αυτοκινητοδρόμους ρυθμίζεται για να διατηρηθεί η ασφάλεια στους δρόμους και να αποφευχθούν ατυχήματα.
Λεξικό Δέντρο
unregulated
regulated
regulate
regul



























