regulated
reg
ˈrɛg
ρεγκ
u
γα
la
ˌleɪ
λει
ted
tɪd
τιντ
British pronunciation
/ɹˈɛɡjuːlˌe‍ɪtɪd/

Ορισμός και σημασία του "regulated"στα αγγλικά

01

ρυθμισμένος, ελεγχόμενος

controlled or managed according to specific rules or laws
example
Παραδείγματα
The financial industry is heavily regulated to ensure fair practices and protect consumers.
Ο χρηματοοικονομικός κλάδος είναι αυστηρά ρυθμισμένος για να διασφαλίζει δίκαιες πρακτικές και να προστατεύει τους καταναλωτές.
The speed limit on highways is regulated to maintain road safety and prevent accidents.
Το όριο ταχύτητας στις αυτοκινητοδρόμους ρυθμίζεται για να διατηρηθεί η ασφάλεια στους δρόμους και να αποφευχθούν ατυχήματα.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store