Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to refuel
01
επανανεμώνω, γεμίζω καύσιμα
to replenish the fuel supply of a vehicle or machine
02
επανατροφοδοτώ, γεμίζω καύσιμα
take on more fuel, as of a plane, ship, or car
Λεξικό Δέντρο
refuel
fuel
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επανανεμώνω, γεμίζω καύσιμα
επανατροφοδοτώ, γεμίζω καύσιμα
Λεξικό Δέντρο