Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Refugee
01
πρόσφυγας, εκτοπισμένος
a person who is forced to leave their own country because of war, natural disaster, etc.
Παραδείγματα
The refugee camp provided shelter and basic necessities to displaced families.
Το στρατόπεδο προσφύγων παρείχε καταφύγιο και βασικές ανάγκες σε οικογένειες που εκτοπίστηκαν.
She fled her war-torn country and sought refugee status in a neighboring nation.
Έφυγε από τη χώρα της που καταστράφηκε από τον πόλεμο και ζήτησε καθεστώς προσφύγου σε μια γειτονική χώρα.



























