Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Refusal
01
άρνηση, απόρριψη
the act of rejecting or saying no to something that has been offered or requested
Παραδείγματα
His refusal to apologize made the situation worse.
Η άρνησή του να ζητήσει συγγνώμη έκανε την κατάσταση χειρότερη.
The company ’s refusal to negotiate led to protests.
Η άρνηση της εταιρείας να διαπραγματευτεί οδήγησε σε διαμαρτυρίες.
02
άρνηση, απόρριψη
a message refusing to accept something that is offered



























