Reformulate
volume
British pronunciation/ɹɪfˈɔːmjʊlˌe‍ɪt/
American pronunciation/ɹiˈfɔɹmjəˌɫeɪt/

Ορισμός και Σημασία του "reformulate"

to reformulate
01

formulate or develop again, of an improved theory or hypothesis

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store