Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
reformed
01
μεταρρυθμισμένος, μετανοημένος
caused to abandon an evil manner of living and follow a good one
Λεξικό Δέντρο
unreformed
reformed
formed
form
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μεταρρυθμισμένος, μετανοημένος
Λεξικό Δέντρο