LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Redheaded
/ɹˈɛdhɛdɪd/
/ˈɹɛdˌhɛdɪd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "redheaded"
redheaded
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(of a person) having reddish-brown hair, sometimes paired with a white skin
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
redhead
redeye flight
redeye
redevelopment authority
redevelopment
redhorse
redhorse sucker
redial
rediffusion
redirect
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App