Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
redheaded
01
κοκκινομάλλης, κοκκινομάλλα
(of a person) having reddish-brown hair, sometimes paired with a white skin
Λεξικό Δέντρο
redheaded
red
headed
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κοκκινομάλλης, κοκκινομάλλα
Λεξικό Δέντρο
red
headed