Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Recording studio
01
στούντιο ηχογράφησης, μουσικό στούντιο
a place designed and equipped for recording and producing audio tracks and music
Παραδείγματα
The artist spent hours in the recording studio working on the new album.
Ο καλλιτέχνης πέρασε ώρες στο στούντιο ηχογράφησης δουλεύοντας στο νέο άλμπουμ.
The recording studio was filled with high-tech equipment for sound editing.
Το στούντιο ηχογράφησης ήταν γεμάτο με εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας για επεξεργασία ήχου.



























