Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
recording machine
/ɹɪkˈoːɹdɪŋ məʃˈiːn/
/ɹɪkˈɔːdɪŋ məʃˈiːn/
Recording machine
01
μηχανή ηχογράφησης, συσκευή εγγραφής
a device used to capture audio or video signals
Παραδείγματα
The band set up their instruments in the studio, ready to lay down tracks on the recording machine.
Το συγκρότημα έστησε τα όργανά του στο στούντιο, έτοιμο να ηχογραφήσει κομμάτια στο μηχάνημα ηχογράφησης.
The journalist carried a portable recording machine to capture interviews and audio clips for her news report.
Ο δημοσιογράφος κουβαλούσε ένα φορητό μηχάνημα εγγραφής για να καταγράψει συνεντεύξεις και ηχητικά κλιπ για την ειδησεογραφική της αναφορά.



























