Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
recognizable
01
αναγνωρίσιμος, διακριτός
able to be identified or distinguished from other things or people
Παραδείγματα
Despite the actor 's disguise, his voice was still recognizable to his fans.
Παρά τη μεταμφίεση του ηθοποιού, η φωνή του ήταν ακόμα αναγνωρίσιμη για τους θαυμαστές του.
The landmark was recognizable from a distance due to its unique shape.
Το ορόσημο ήταν αναγνωρίσιμο από απόσταση λόγω της μοναδικής του μορφής.
Λεξικό Δέντρο
recognizably
unrecognizable
recognizable
cognizable
cognize



























