Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
recalcitrant
01
ανυπότακτος, πείσμων
resisting authority, control, or guidance
Παραδείγματα
The recalcitrant student refused to follow classroom instructions.
Ο ανυπότακτος μαθητής αρνήθηκε να ακολουθήσει τις οδηγίες της τάξης.
His recalcitrant attitude made teamwork nearly impossible.
Η ανυπότακτη συμπεριφορά του έκανε την ομαδική εργασία σχεδόν αδύνατη.
Λεξικό Δέντρο
recalcitrant
recalcitr



























