Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to recant
01
ανακτώ, αποποιούμαι
to take back a statement or belief, especially publicly
Παραδείγματα
The politician currently faces pressure to recant his controversial statement made during the press conference.
Ο πολιτικός αντιμετωπίζει επί του παρόντος πίεση να ανακαλέσει την αμφιλεγόμενη δήλωσή του που έκανε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου.
The professor is recanting his views on the topic in light of recent research findings.
Ο καθηγητής ανακαλεί τις απόψεις του για το θέμα υπό το φως των πρόσφατων ερευνητικών ευρημάτων.



























