Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to reboot
01
επανεκκίνηση, επαναφόρτωση
to cause a computer system to load, especially immediately after it has been turned off
Transitive: to reboot a computer system
Παραδείγματα
He rebooted the computer to fix the software glitch.
Επανέκλεισε τον υπολογιστή για να διορθώσει το σφάλμα του λογισμικού.
She rebooted the router to reset the internet connection.
Επανέκλεισε τον δρομολογητή για να επαναφέρει τη σύνδεση στο διαδίκτυο.
Λεξικό Δέντρο
reboot
boot



























