Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Reactionary
01
αντιδραστικός, ακραίος συντηρητικός
an extreme conservative; an opponent of progress or liberalism
reactionary
01
αντιδραστικός, συντηρητικός
strongly against any political or social changes or any new ideas
Παραδείγματα
His reactionary views made him oppose all modern reforms.
Οι αντιδραστικές απόψεις του τον έκαναν να αντιταχθεί σε όλες τις σύγχρονες μεταρρυθμίσεις.
The group was criticized for its reactionary stance on social issues.
Η ομάδα επικρίθηκε για τη αντιδραστική της στάση σε κοινωνικά ζητήματα.



























