Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to baptize
01
βαπτίζω, βυθίζω στο νερό
to initiate into a religious faith by immersing in or sprinkling with water
Transitive: to baptize sb
Παραδείγματα
The pastor will baptize the newborn as a symbol of initiation into the Christian faith.
Ο πάστορας θα βαπτίσει το νεογέννητο ως σύμβολο εισόδου στην χριστιανική πίστη.
As a symbol of spiritual cleansing, individuals choose to be baptized in the river.
Ως σύμβολο πνευματικού καθαρισμού, τα άτομα επιλέγουν να βαπτιστούν στο ποτάμι.
Λεξικό Δέντρο
baptized
baptize



























