Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ravaging
01
καταστροφικός, ληστρικός
causing widespread destruction, damage, or devastation
Παραδείγματα
The ravaging floods left the town in ruins, with homes and businesses destroyed.
Οι καταστροφικές πλημμύρες άφησαν την πόλη σε ερείπια, με σπίτια και επιχειρήσεις να έχουν καταστραφεί.
The ravaging winds of the hurricane uprooted trees and tore off roofs.
Οι καταστροφικοί άνεμοι του τυφώνα ξερίζωσαν δέντρα και έσκισαν στέγες.
Ravaging
01
καταστροφή, εξολόθρευση
the act of causing severe destruction or damage
Παραδείγματα
The ravaging of the town by the enemy forces left it unrecognizable.
Ο καταστροφή της πόλης από τις εχθρικές δυνάμεις την άφησε αναγνωρίσιμη.
The ravaging of the crops due to the drought led to a severe food shortage.
Η καταστροφή των καρπών λόγω της ανομβρίας οδήγησε σε σοβαρή έλλειψη τροφίμων.
Λεξικό Δέντρο
ravaging
ravage



























