LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Raunchy
/ɹˈɔːntʃi/
/ˈɹɔntʃi/
Adjective (3)
Ορισμός και Σημασία του "raunchy"
raunchy
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
ταραχώδης
thickly covered with ingrained dirt or soot
begrimed
dingy
grimy
grubby
grungy
02
ταραχώδης
sexually explicit or morally obscene
lewd
obscene
salacious
03
ταραχώδης
earthy and sexually explicit
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App