Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
rapt
01
γοητευμένος, βυθισμένος
fully absorbed or captivated by something
Παραδείγματα
She listened to the music with rapt attention, entranced by its beauty.
Άκουγε τη μουσική με συγκεντρωμένη προσοχή, μαγεμένη από την ομορφιά της.
The children watched the magician 's performance with rapt fascination, hanging on his every word.
Τα παιδιά παρακολούθησαν την παράσταση του μάγου με γοητευμένη γοητεία, κρεμασμένα σε κάθε του λέξη.



























