Ransacked
volume
British pronunciation/ɹˈænsækt/
American pronunciation/ˈɹænˌsækt/

Ορισμός και Σημασία του "ransacked"

01

wrongfully emptied or stripped of anything of value

word family

ransack

ransack

Verb

ransacked

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store