Ransomed
volume
British pronunciation/ɹˈænsəmd/
American pronunciation/ɹˈænsəmd/

Ορισμός και Σημασία του "ransomed"

01

reclaimed by payment of a ransom

02

saved from the bondage of sin

word family

ransom

ransom

Verb

ransomed

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store