Randomized
volume
British pronunciation/ɹˈandəmˌaɪzd/
American pronunciation/ˈɹændəˌmaɪzd/
randomised

Ορισμός και Σημασία του "randomized"

randomized
01

set up or distributed in a deliberately random way

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store